Η Βέϊκου σαν λεωφόρος ξεκινά από την διασταύρωση με την λεωφόρο Γαλατσίου και τελειώνει στα όρια του Δήμου Γαλατσίου προς τον βορά. Μια ευθεία ουσιαστικά είναι, η δε συνέχεια της λέγεται Κύμης και η οποία καταλήγει στην Αττική οδό και στο Ηράκλειο. Σήμερα βλέπεις μια φαρδιά λεωφόρο δύο κατευθύνσεων για τ’ αυτοκίνητα και στην μέση μια νησίδα γεμάτη από δέντρα. Δεν είναι άσχημη, ειδικότερα τις ώρες και τις ημέρες που δεν πολύ-κυκλοφορούν αυτοκίνητα.
Στα παιδικά μου χρόνια είχε διαφορετική μορφή. Το δυτικό της κατάστρωμα από την Λ. Γαλατσίου μέχρι και την διασταύρωση με την Τράλλεων ήταν ένα ρέμα, ναι, έτρεχε νεράκι που κατέβαινε από τον Αγχεσμό (Τουρκοβούνια). Το ρέμα συνέχιζε στην Τράλλεων κι έφτανε στην σημερινή οδό Φωκά, μετά που πήγαινε, μην με ρωτάς, δεν ξέρω, ή μάλλον δεν θυμάμαι!
Εκεί στη Φωκά είχε προπολεμικά ο Τσάκ τους κήπους του και φύτευε μαρουλάκια και λοιπά ζαρζαβατικά – όχι ο ίδιος, αυτός ήταν ο γαιοκτήμονας της περιοχής – αλλά οι εργάτες του. Σύμφωνα με διήγηση του παππού μου που ήταν εργολάβος, του είχε ζητήσει ο Τσάκ να του χτίσει περιμετρικά από το κτήμα της Φωκά μια πέτρινη μάντρα, αλλά επειδή τότε και οι πλούσιοι δεν είχαν φράγκα, θα τον πλήρωνε σύμφωνα με τις συνήθειες της ανταλλακτικής οικονομίας – θα του παραχωρούσε δηλαδή την δυτική πλευρά της Βέϊκου. Τότε στο ρέμα το κλίμα δεν ήταν υγιεινό, το καλοκαίρι λίμναζαν τα νερά και φώλιαζαν τα κουνούπια, ήταν τόπος ζόρικος για κατοικίες. Αρνήθηκε ο παππούς μου, όχι τόσο για το μικροκλίμα της περιοχής αλλά διότι τα έξοδα του έργου ήσαν πολλά και δεν μπορούσε να τα καλύψει. Γλύτωσε την Βέϊκου ο Τσάκ και ο παππούς μου τη βαβούρα των κουνουπιών!
Το σπίτι του Τσάκ ήταν στο Παλιό Ψυχικό, ακόμα εκεί είναι, μια παλιά αρχοντική βίλα, πνιγμένη στο πεντελικό μάρμαρο και κυκλωμένη από ένα τεράστιο κήπο. Σήμερα ζει εκεί ο κληρονόμος της οικογένειας με τον οποίο ήμασταν φίλοι για πολλά χρόνια. Χαθήκαμε, όχι, δεν τσακωθήκαμε ποτέ, δεν λογοφέραμε, απλά χαθήκαμε, όπως γίνεται στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο Τσάκ λοιπόν ο νεώτερος, ο φίλος μου, ήταν ομορφόπαιδο. Εντάξει, τότε κι εγώ ήμουν. Σπουδαγμένος στα καλύτερα σχολεία της Ελβετίας, με τις ξένες γλώσσες του, τους καλούς του τρόπους, και φυσικά τα φράγκα του – αλλά είχε ένα θέμα ο μπαγάσας, έπινε, όταν λέω έπινε, εννοώ τα πάντα, από οινόπνευμα καθαρό μέχρι αψέντη. Στο ενδιάμεσο συμβιβαζόταν με κρασί ή και ούζο. Το ουίσκι το προτιμούσε όταν πήγαινε στα σκυλάδικα της παραλιακής ζώνης. Στην εποχή της πολυετούς φιλίας μας, στο Ψυχικό έμενε ο θειά του, ο πατέρας του ζούσε μόνιμα σε ένα πύργο στο Βέλγιο, η μάνα του – πραγματική αριστοκράτισσα με καταγωγή από την Οδησσό και πατέρα πλοιοκτήτη, ζούσε όπως κι αυτός στο Γαλάτσι. Όταν πέθαναν όλοι, ο Τσάκ ο νεώτερος, ο φίλος μου, μετακόμισε στο Ψυχικό. Στο Γαλάτσι, είχαν την πολυκατοικία που παλιά στο ισόγειό της λειτουργούσε ο κινηματογράφος «Σταρ». Όταν έπινε ο Τσάκ γινόταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Όχι, δεν ήταν βίαιος, δεν έκανε τραμπουκισμούς, αλλά συνήθιζε την ώρα της μέθης να τσεκάρει αν δουλεύουν όπως πρέπει οι δημόσιες υπηρεσίες. Θα αναφέρω μόνο ένα περιστατικό για να καταλάβεις τι εννοώ, αν είναι ν’ αναφέρω όλες του τις ζαβολιές θα πρέπει να γράψω ολόκληρο βιβλίο!
Ένα βραδάκι, κατέβαινα με τα πόδια προς την Βέϊκου, είχα ξεμείνει από τσιγάρα και πήγαινα στο πλησιέστερο περίπτερο που ήταν έξω από το «Σταρ». Ένα στενό πριν την λεωφόρο, βλέπω αστυνομικές δυνάμεις να ζώνουν την περιοχή. Οπλισμένοι αστυνομικοί σαν αστακοί, τρόμαξα. Απομάκρυναν τους περαστικούς σαν κι μένα με φωνές άγχους. Με το ζόρι έφτασα στο περίπτερο και πήρα τσιγάρα – εκεί είδα ότι είχαν κυκλώσει την πολυκατοικία του Τσάκ, κατάλαβα, πάλι τα είχε πιει ο άρχοντας και κάλεσε το κράτος για να τσεκάρει τα αντανακλαστικά του! Με τη σκέψη αυτή πήγα να γελάσω αλλά δεν πρόφτασα, κατέβασαν αλυσοδεμένο τον Τσάκ και τον έβαλαν στο περιπολικό και εξαφανίστηκαν με τις σειρήνες να σκούζουν. Τι είχε συμβεί;
Τίποτα το ιδιαίτερο … βραδάκι ήταν, ο άρχοντας τα είχε πιεί –και όταν τα έπινε έξω δημιουργούσε πρόβλημα κυρίως στον ίδιο– αλλά όταν έπινε σπίτι μου, καθισμένος αναπαυτικά στην ωραία πολυθρόνα του, έχοντας στα δεξιά του ένα μικρό έπιπλο όπου ακουμπούσε τα ποτά και τα τσιγάρα του, και στα αριστερά του είχε το σταθερό τηλέφωνο (τα κινητά εκείνο τον αιώνα δεν υπήρχαν), τότε περίεργες σκέψεις πλημμύριζαν το μεθυσμένο μυαλό του, και τι του ήρθε; Ά, να σημειώσω ότι ήταν η εποχή που η αστυνομία είχε επικηρύξει ένα τρομοκράτη, τον Μπαλάφα νομίζω, και έδινε έναν εύκολο αριθμό για να κάνει ο φιλήσυχος κόσμος καταγγελίες αν έπεφταν τίποτα περίεργες κινήσεις στην αντίληψή του – σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε ο αδιάφθορος της Βέϊκου και σήκωσε το τηλέφωνο:
Γειά σας, αστυνομία εκεί; Εδώ Τσάκ, οδός…., αριθμός……, ελάτε γρήγορα, είναι ο Μπαλάφας σπίτι μου και τον έχω ακινητοποιήσει, βιαστείτε! Όταν λοιπόν κατέβαινα για ν’ αγοράσω τσιγάρα, είχαν φτάσει στην περιοχή οι ειδικές δυνάμεις, ασθενοφόρα, περιπολικά και δεν θυμάμαι τι άλλο, έχουν περάσει και χρόνια και το μυαλό δεν είναι εγκυκλοπαίδεια Ήλιος να γνωρίζει ή να θυμάται τα πάντα! Φτάνει μια ομάδα κομάντος στον 2ο όροφο που κατοικούσε ο συνειδητός πότης, χτυπάει την πόρτα, τίποτε, καμιά φωνή, χτυπάει πάλι, πιο δυνατά, πάλι σιωπή. Τι να κάνουν τα κομάντος, σπάνε την πόρτα και μπουκάρουν στο σπίτι, απέναντι τους ακριβώς, καθόταν ο άρχοντας στην πολυθρόνα του – κοιτάζουν δεξιά, αριστερά, πουθενά ο τρομοκράτης. Ένας, μάλλον ο επικεφαλής, με φωνή που κατέβαζε βουνό, τόσο δυνατή, φωνάζει στον καθιστό ταύρο: που είναι ο Μπαλάφας ρέ; Πιωμένος αλλά ψύχραιμος, με στέρεη φωνή ο φύλακας της Βέϊκου, κοιτάζει στα ίσα τον επικεφαλή και αργά, του λέει:
νάτος ο Μπαλάφας, και του δείχνει και με τα δυό χέρια τα «μέζεά» του, που έλεγε τον 21ο αιώνα κι ένας διανοούμενος βουλευτής!
Την εξέλιξη εντός της κατοικίας του, μου την διηγήθηκε ο ίδιος ο άρχοντας λίγες μέρες μετά, όταν τον άφησαν ελεύθερο και αφού όπως είπε τον σακάτεψαν στο ξύλο! Του έκανα την κρίσιμη ερώτησε όταν άκουσα τον βαθύ του πόνο: για πες μου φίλε, το κράτος λειτουργεί; Πως το είδες; Σώπασε για λίγο, με κοίταξε γελώντας ο άτιμος ο θεομπαίχτης λέγοντάς μου: δεν έχω παράπονο, υπάρχουν αντανακλαστικά!