e-Galatsi

σερφάροντας στο Γαλάτσι

Γνωστό είναι ότι το Γαλάτσι δεν έχει κεντρικές πλατείες ή έστω μία κεντρική πλατεία. Εδώ κι εκεί, εμφανίζονται μερικές σκόρπιες μικρό-πλατειούλες, που μετά βίας ξεπερνούν τα δύο στρέμματα εκάστη, δηλαδή, με δυό λόγια, είναι ίσως η μοναδική συνοικία της Ελλάδας που δεν έχει κεντρική πλατεία. Γιατί; Διότι έτσι το θέλησε ο αείμνηστος Παπαδιονυσίου και οι συνεργάτες του, που διαφέντεψαν τα πράγματα στη πόλη μας για δυό δεκαετίες τουλάχιστον. Την εποχή μάλιστα που το Γαλάτσι ήταν ακόμα χωριό, πρίν τη μεταπολίτευση και αμέσως μετά απ’ αυτήν. Την εποχή εκείνη, την αρχαία, τεράστιες αλάνες θα μπορούσαν να είχαν διαμορφωθεί σε πλατείες αλλά καθώς έδειξε η πραγματικότητα, η τότε μόνιμη σχεδόν δημοτική αρχή, δεν είχε στα ενδιαφέροντά της τέτοιου είδους «άχρηστα έργα», τα οράματα των εκλεγμένων συμπολιτών μας τελείωναν μέχρι τον όρο «μπετόν αρμέ».
Το μπετόν, ήταν, εξακολουθεί να είναι φυσικά, η χαρά του εργολάβου, όμως, η ζωή κυλά όπως το φουσκωμένο ποτάμι και αλλάζει διαρκώς, δεν είναι ποτέ η ίδια, έτσι, αν θέλουμε χώρο πρασίνου θα περπατήσουμε δυό περίπου χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης μας για να το βρούμε και να νιώσουμε τις χαρές που δίνει. Άθελά τους, ο πάλαι ποτέ Δήμαρχός μας με τους συνεργάτες του, μας έκαναν και καλό, διότι περπατάμε. Όλα τα ανωτέρω, ήρθαν αίφνης στη σκέψη μου (που αναπαράγει πάντοτε τα παρελθόντα και τα μέλλοντα), όταν ένας ομοτράπεζος σε μία παρέα και μη γνωρίζοντας τα δρώμενα του Γαλατσίου, με ρώτησε: «που έχουν στέκια οι διανοούμενοι της πόλης σας;». Προς στιγμή, με τάραξε η απρόσμενη και ύπουλη ερώτηση του συνέλληνα, όμως δεν με πτόησε παρόλο που ξαφνιάστηκα, και γρήγορα, σχεδόν αυτόματα, του απάντησα: στο καφέ ιντερνέτ!

Βέβαια, στο έν λόγω καφέ, δεν συγκεντρώνεται η διανόηση της πόλης μας, όμως, έδωσα την απάντηση αυτή, διότι, περνώντας μία φορά από εκεί ένα Σάββατο μεσημέρι, άκουσα οχλαγωγία, κοντοστάθηκα και, έγινα μάρτυρας πολιτικών αριστερών αναλύσεων και, ομολογώ εδώ, οι αναλύσεις αυτές στέκονται έξω από το γνωστικό μου πεδίο. Με ξάφνιασαν όμως, οι φωνές, το πάθος των ομιλούντων, όλοι ήθελαν να επιβάλουν τη θέση τους, όλοι μιλούσαν και κανείς δεν άκουγε τον άλλο. Παρατηρώντας τους αστραπιαία όμως, είδα, κατάλαβα, ότι δεν διαφέρουν και πολύ από τους λεγόμενους «διανοούμενους» αυτή τη φυλή δηλαδή των συνανθρώπων μας που τη συναντάς εύκολα σε ένα γκαλά, σε ένα μουσείο να μιλάνε περί τέχνης, σε ένα forum φιλοσοφικό να φλυαρούν, και έν γένει όπου κυριαρχεί η ξύλινη γλώσσα, αυτή που δεν έχει όρια. Ναι, όταν μιλά κάποιος ξύλινα και συνήθως το κάνουν οι πολιτικοί και οι αναλυτές, όταν ακούς έναν τέτοιο λόγο, αντιλαμβάνεσαι εύκολα την κενότητα του ομιλητή. Λέει, λέει, λέει, και δεν λέει απολύτως τίποτε. Μιάς όμως και το έφερε η κουβέντα, ας δούμε με ακρίβεια τον τραχύ βίο ενός διανοούμενου και πόσο δύσκολο είναι το έργο του, όπως έχει καταγραφεί από συμπολίτες μας:

Ο  Διανοούμενος

Το γραφείο μου στο σπίτι, είναι ένα κλασικό ξυλόγλυπτο αριστούργημα καρυδιάς. Γύρω μου, οι βιβλιοθήκες έχουν καλύψει σχεδόν και τους τέσσερις τοίχους του μεγάλου δωματίου, κι αφήνουν ένα κενό – εκεί που υπάρχει το τζάκι. Γύρω από το τζάκι υπάρχει το σαλόνι μου. Τα αναμμένα κεριά δίνουν απόκοσμη έκφραση στα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου μου που η υποκρισία μου τα μαλακώνει όταν βρίσκομαι μπροστά στο ακροατήριο.

Σε αυτό κάθομαι τώρα και η σκέψη μου επιστρέφει στο παρελθόν.  

Στο σχολείο θυμάμαι, ήθελα πάντα να ξεχωρίζω και η προσοχή των συμμαθητών μου να είναι πάνω μου, γι’ αυτό δημιουργούσα συνεχώς προβλήματα. Ήμουν αλαζόνας, ήμουν εκκεντρικός, πολλές φορές ένιωθα τις μεγάλες διαφορές που είχα εγώ με όλους εκείνους τους συμμαθητές μου. Στο τέλος, κατάφερνα και γινόμουν ο αρχηγός. Μερικοί με αποκαλούσαν φαφλατά. Αυτό όμως δεν το ανεχόμουν (αν και το δεχόμουν σιωπηλά) και επειδή πάντα ήθελα να εντυπωσιάζω έβαλα σαν σκοπό να γίνω ρήτορας.

Διάβαζα επί παντός επιστητού.  Έχω διαβάσει τους περισσότερους σοφούς (αρχαίους και σύγχρονους)  που μιλάνε για ελευθερία, δικαιοσύνη, δημοκρατία και για τις υπόλοιπες αρετές που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος - και επειδή δεν μπορούσα να τους κατανοήσω υποβάθμιζα τα νοήματα τους και τους ερμήνευα με βάση το συμφέρον και τις προκαταλήψεις μου.

Έτσι τα κατάφερα και έγινα  αυθεντία. Αυθεντία ονομάζω το μέτρο της άγνοιάς μου. Και άγνοια υπάρχει σε όλα τα πεδία (επιστημονικό, θεολογικό, κοινωνικό, πολιτικό), και αυτή την άγνοια συμπληρώνω με αυθαίρετα συμπεράσματα και δόγματα. Κατάφερα να γίνω ο παγκόσμιος μεταλλάκτης. Μετέτρεπα όλο τον ανθρώπινο φόβο σε ελπίδα για μια ιδανική κοινωνία (σ’ αυτόν ή τον άλλο κόσμο) χωρίς βία, ενώ εγώ εξακολουθούσα να είμαι βίαιος.  Το ακροατήριο που ήταν γεμάτο φόβο (όπως και εγώ) προσπαθούσε να  καλύψει το κενό μέσα από τις θεωρίες μου που θα έδιναν τέλος στις ανασφάλειες και στις αγωνίες τους.

Με την πάροδο του χρόνου η ματαιοδοξία μου μεγάλωνε. Απόκτησα τον σεβασμό  της κοινωνίας. Όταν βρίσκομαι ανάμεσά της, στον δρόμο, σε ένα αμφιθέατρο, σε ένα γκαλά, σε μια εκκλησία, σε μια συγκέντρωση ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων, στον οποιονδήποτε ναό της σκέψης, με κοιτάζουν με δέος, και πολλές φορές έχω ακούσει να σιγοψιθυρίζουν: «Να ο διανοούμενος». Ήθελα να είμαι παντού αναγνωρίσιμος και όλοι να με θαυμάζουν. Αυτό το κατάφερα μάλλον εύκολα διαπιστώνοντας ότι οι άνθρωποι στο πέρασμα μου χαμήλωναν το κεφάλι τους και με χαιρετούσαν με σεβασμό. Είχα γίνει το μέτρο της μειονεξίας τους.

Περιμένοντας την επόμενη διάλεξη κάνω την αυτοκριτική μου. Θα έλθει μια ομάδα ανθρώπων να πάρουν από την γνώση μου.

Το αγαπημένο μου θέμα διάλεξης είναι για τη ζωή και το νόημά της. Αγνοώντας ότι η σκέψη είναι υποσύνολο της ζωής, αγωνιζόμουν μάταια μέσω αυτής να δώσω απαντήσεις. Παρατηρώ ότι ο τρόπος που η σκέψη την ερμηνεύει λόγω του περιορισμού της είναι λάθος. Στηρίζετε σε θεολογικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές απόψεις και δημιουργεί πλάνες. Και πάνω σ’ αυτές τις πλάνες βασίζω την αυθεντία μου, μετατρέποντας με τη ρητορική μου τέχνη τη Γνώμη μου σε γνώση σας.  Όσο μεγαλύτερη είναι η άγνοια μου όσο και η εντύπωση που θέλω να δημιουργήσω, τόσο περισσότερο χρησιμοποιώ πομπώδεις εκφράσεις, ασαφή νοήματα και αφηρημένες έννοιες, και όσο οι ακροατές δεν με καταλαβαίνουν τόσο περισσότερο με περνάνε για σοφό. Έτσι η προσπάθεια μου να συντηρήσω αυτό το είδωλο μέσα στο ακροατήριο (αλλά και έξω από αυτό) με απομονώνει. Εξωτερικά είμαι ο θεός ενώ εσωτερικά αισθάνομαι ερείπιο. Στέκομαι σαν κακομοίρης σε παλιές και αποτυχημένες αντιλήψεις  που η ρητορική μου δεινότητα εμφανίζει σαν νέες. Αρκεί αυτές να εκφράζουν το συμφέρον μου (αυτό το τονίζω σιωπηλά μέσα μου).

Ναι, εγώ είμαι διανοούμενος. Είναι αδύνατον να συζητήσει κανείς μαζί μου γιατί θεωρώ δεδομένο ότι μόνο εγώ ξέρω και όλοι εσείς έχετε άγνοια.. Εσείς, φοβάστε μόνοι σας να προχωρήσετε στην ζωή. Επειδή δεν μπορείτε να σταθείτε στα πόδια σας, σας προσφέρω δεκανίκια. Εγώ, είμαι εδώ, για εσάς. Σαν ενεργειακό βαμπίρ απορροφώ την ενέργεια σας μέσω του θαυμασμού που έχετε για μένα και σας προσφέρω ηρεμία μέσω της ύπνωσης των … λόγων μου.

Πραγματικά απορώ μερικές φορές, σκεπτόμενος, τι θα κάνατε χωρίς εμένα. Ποιόν θα είχατε για να σας μαθαίνει την ζωή. Την ζωή που φοβάστε να κοιτάξετε κατάματα, να την ζήσετε όπως ακριβώς είναι (και όχι όπως το ατομικό συμφέρον απαιτεί να είναι) να γευτείτε την κάθε της στιγμή, να νιώσετε την αύρα της χαράς της. Την αληθινή Ζωή που είναι έξω από τον περιορισμό της σκέψης και της σύγκρουσης που αυτή δημιουργεί. Η δράση της καθαρής ενέργειας (που είναι υπεράνω του νόμου δράσης -αντίδρασης και δημιουργεί σύγκρουση άρα και  φθορά) είναι νοημοσύνη. Βρίσκεται  πάντα στο παρόν και βρίσκεται στην ενότητα και στην ανιδιοτέλεια και όχι στη διαίρεση και στην ιδιοτέλεια που δημιουργεί η σκέψη.. Αδρανειακές δυνάμεις (ή κατά κόσμο συνήθειες) και προκαταλήψεις που αντιτίθενται στην εξέλιξη και διασπούν το σύνολο, δεν επιτρέπουν την εφαρμογή νέων ιδεών και προωθούν την αναβλητικότητα (σήμερα είμαι προβληματικός αλλά σε ένα αβέβαιο μέλλον θα γίνω σωστός).Τελειώνοντας την τελευταία διάλεξη, η αδημονία και η λίμπιντο είχαν φθάσει στο αποκορύφωμά τους. Περιμένω τώρα τις εκδηλώσεις θαυμασμού και τα χειροκροτήματα του ακροατηρίου μου, που πάντα τονώνουν τη ματαιοδοξία μου. Η διάλεξη τελείωσε αλλά τα χειροκροτήματα δεν ήλθαν. Στέκονταν όλοι όρθιοι και σιωπηλοί. Εκείνη τη στιγμή διέκρινα στα παγωμένα βλέμματα όλων, ότι όλη την ενέργεια που τους είχα αφαιρέσει τόσα χρόνια, απαιτούσαν να τους την επιστρέψω.

Από θύτης είχα καταντήσει θύμα. Το είδωλο που τόσα χρόνια προσπαθούσα να συντηρήσω έσπασε. Μ΄ αυτή τη σκέψη κατέρρευσα στο έδρανο. Τότε τα χειροκροτήματα άρχισαν.

"Ο Πεζοπόρος"