Η εξουσία είναι μία οντότητα, άμορφη αλλά έχει υλική υπόσταση. Γι’ αυτό και βίαιη. Από τη φύση της είναι βίαιη, με ό,τι συνεπάγεται από αυτήν. Επειδή η εξουσία είναι οντότητα, εκφράζεται μέσω καναλιών που έχει δημιουργήσει για τον σκοπό της. Μεταξύ αυτών, η εκκλησία, ο στρατός, η πολιτική, η οικονομία κτλ. Όλα τα κανάλια της, δρουν το καθένα από τη σκοπιά τους διαφορετικά αλλά ο κοινός παρονομαστής είναι η βία. Και οι νόμοι, εφόσον αυτοί εκφράζουν πάντοτε το δίκιο του ισχυρού -της εξουσίας-, και αυτοί ποιούν έργο βίας. Όλα τα παραπάνω είναι απλά πράγματα, για μαθητές του δημοτικού σχολείου που μπορούν πολύ εύκολα να τα αντιληφθούν. Ο μέσος όμως άνθρωπος, αυτή η ολέθρια κοινή γνώμη, ή άλλως αυτός ο τεράστιος κουβάς από περιττώματα, ή αλλιώς και μάζα, αυτά τα απλά πράγματα δεν τα κατανοεί, δεν θέλει, φοβάται να τα δει όπως έχουν και απλώς θέλει να τα φαντάζεται διαφορετικά. Ελπίζει όλος αυτός ο τεράστιος κουβάς σε ένα θαύμα, αγνοεί ότι και η Ελπίδα είναι όργανο της βίας.
Έν μέσω πανδημίας -αν είναι δόκιμος αυτός ο όρος που μας σερβίρει το σύστημα-, η βία έχει πάρει διαστάσεις εφιαλτικές διότι πέραν των καθιερωμένων στόχων της, βάλει στα φανερά πλέον και κατά της ελευθερίας με πρόσχημα την εξάπλωση της πανδημίας. Αστεία εντελώς πράγματα, διότι τα μέτρα του φόβου ισχύουν για τον μαζάνθρωπο αλλά όχι για τους διαχειριστές της εξουσίας. Εν προκειμένω της πολιτικής εξουσίας που με τον αρχηγό της μπροστάρη γλεντοκοπά στην Ικαρία δίχως την στοιχειώδη προφύλαξη τόσο αυτού και άλλο τόσο της πολυπληθούς παρέας του. Ο μαζάνθρωπος όμως, θα πρέπει να υπακούσει τυφλά τον κάθε καραγκιόζη ντελάλη κρατικών αποφάσεων και από τις 6 το απόγευμα να μην κυκλοφορεί έξω από το σπίτι του, για το καλό του! Τόσο καλό, ούτε στην ναζιστική γερμανική κατοχή δεν υπήρξε, ούτε στη φασιστική χούντα των συνταγματαρχών, αλλά βλέπεις, η Δημοκρατία, είναι η πιο πλαστή λέξη του ελληνικού λεξικού, ο καθένας την ερμηνεύει όπως θέλει -πάντοτε κατά το συμφέρον του-, την επικαλείται όπου θέλει για να ξεγελάσει τις αδύναμες νοητικά μάζες οι οποίες βρίσκονται διαρκώς μέσα σε μία απέραντη συναισθηματική φόρτιση. Επειδή ο γράφων δεν είναι ειδικός ας συμβουλευτούμε αυτούς τι έχουν να μας πουν για τις μάζες και επανερχόμαστε. Ο Φρόϋντ στο βιβλίο του «Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ» τα λέει πολύ ωραία, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν οι οπαδοί του[1], ας τον παρακολουθήσουμε. Αν και στην συγκεκριμένη ενότητα ασχολείται με δύο κανάλια της εξουσίας, τον στρατό και την εκκλησία, εύκολα στη θέση αυτών τοποθετούμε την πολιτική, την οικονομία κ.α. Λέει λοιπόν ο Φρόϋντ:
«Η μορφολογία των μαζών μας θυμίζει ότι μπορούμε να διακρίνουμε εξαιρετικά ποικίλες μορφές μαζών και αντιθετικών κατευθύνσεων ώς προς την διαμόρφωσή τους. Υπάρχουν μάζες πολύ ρευστές και μάζες εξαιρετικά σταθερές – μάζες ομοιογενείς, που συναπαρτίζονται από ομοειδή υποκείμενα, και μή ομοιογενείς, μάζες φυσικές και τεχνητές, που για να αποκτήσουν συνοχή χρειάζονται και έναν εξωτερικό εξαναγκασμό – μάζες πρωτόγονες και διαβαθμισμένες, μάζες εξαιρετικά οργανωμένες. Για λόγους, όμως, που δεν μπορούν ακόμη να γίνουν κατανοητοί θα θέλαμε να τονίσουμε ιδιαίτερα μια διαφορά που λίγο την έχουν προσέξει οι διάφοροι συγγραφείς. Εννοώ την διαφορά μεταξύ των μαζών που είναι ακυβέρνητες και αυτών που κατευθύνονται από ηγέτες. Και εύλογα, αντίθετα με την συνήθη πρακτική, θα πρέπει η έρευνά μας να επιλέξει ως σημείο εκκίνησης όχι μιά σχετική απλή διαμόρφωση μαζών αλλά, να ξεκινήσει με μια εξαιρετικά οργανωμένη, διαρκή και τεχνητή μάζα. Τα πλέον ενδιαφέροντα μορφώματα αυτού του είδους είναι η εκκλησία, η κοινωνία των πιστών και ο στρατός. Ο στρατός και η εκκλησία είναι τεχνητές μάζες, δηλαδή για να προληφθεί η διάλυση τους και να ελεγχθούν οι αλλαγές στην οργάνωσή τους χρησιμοποιείται κάποιος εξωτερικός εξαναγκασμός. Κατά κανόνα το άτομο δεν ερωτάται σχετικά, ή δεν είναι ελεύθερο να επιλέξει άν θα εισέλθει σε μιά τέτοια μάζα – η προσπάθεια εξόδου συνήθως διώκεται ή υπόκειται σε σοβαρές κυρώσεις ή σχετίζεται με αυστηρά καθορισμένες προϋποθέσεις. Δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε γιατί τέτοιες ενώσεις χρειάζονται τόσο εξαιρετικές διασφαλίσεις. Άν τραβά κάτι την προσοχή μας, είναι ότι σ’ αυτές τις εξαιρετικά οργανωμένες μάζες, που προστατεύονται με αυτόν τον τρόπο από την διάλυση, μπορούμε να αναγνωρίσουμε σαφέστατα ορισμένες σχέσεις που αλλού θα ήταν πολύ λιγότερο ευδιάκριτες.
Στην εκκλησία – και θα μας βόλευε να πάρουμε ως πρότυπο την Καθολική εκκλησία – ισχύει, όπως και στον στρατό, όσο και άν διαφέρουν κατά τα άλλα, ο ίδιος αντικατοπτρισμός (ψευδαίσθηση) ότι εκεί βρίσκεται ένας κυρίαρχος – στην Καθολική εκκλησία ο Χριστός, στον στρατό ο στρατηγός που αγαπά με την ίδια αγάπη[2] όλα τα άτομα της μάζας. Από την ψευδαίσθηση αυτή εξαρτώνται τα πάντα – άν καταρριφθεί, στον βαθμό που το επιτρέπει ο εξωτερικός εξαναγκασμός, καταρρέουν πάραυτα τα πάντα, τόσο η εκκλησία όσο και ο στρατός. Αυτή η ίση αγάπη έχει εκφραστεί ρητά από τον Χριστό: «εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Για τα άτομα της ευσεβούς μάζας αυτός είναι σαν ένας αγαθός μεγάλος αδελφός, ένα πατρικό υποκατάστατο. Όλες οι απαιτήσεις από τα άτομα απορρέουν από τούτη την αγάπη του Χριστού. Ένα δημοκρατικό γνώρισμα διέπει την εκκλησία, εφόσον ενώπιον του Χριστού είναι όλοι ίσοι, όλοι έχουν το ίδιο μερτικό στην αγάπη του. Δεν είναι τυχαίο ότι γίνεται επίκληση στην ομοιότητα της χριστιανικής αδελφότητας με την οικογένεια και ότι οι πιστοί αποκαλούνται έν Χριστώ αδελφοί, δηλαδή αδελφοί δυνάμει της αγάπης που έχει γι’ αυτούς ο Χριστός. Είναι αναμφίβολο, ο δεσμός των ατόμων με τον Χριστό είναι και η αιτία τού μεταξύ τους δεσμού. Το ίδιο ισχύει για τον στρατό – ο στρατηγός είναι ο πατέρας, που αγαπά εξίσου όλους τους στρατιώτες του, και ώς έκ τούτου αυτοί είναι σύντροφοι μεταξύ τους. Ο στρατός διαφέρει δομικά από την εκκλησία ώς προς το γεγονός ότι αποτελείται από μιά διαβάθμιση τέτοιων μαζών. Κάθε λοχαγός είναι κατά κάποιο τρόπο ο στρατηγός και ο πατέρας του λόχου του, κάθε υπαξιωματικός της διμοιρίας του. Μιά παρόμοια ιεραρχία έχει, βέβαια, διαμορφωθεί και στην εκκλησία, εκεί όμως δεν παίζει τον ίδιο οικονομικό ρόλο, εφόσον θεωρείται ότι ο Χριστός γνωρίζει και νοιάζεται για τα άτομα περισσότερο απ’ όσο οι στρατηγοί των ανθρώπων.
Απέναντι σε τούτη την αντίληψη της λιβιδινικής[3] δομής ενός στρατού θα αντέτεινε εύλογα κανείς ότι γι’ αυτή δεν παίζουν κανένα ρόλο οι ιδέες της πατρίδας, του εθνικού μεγαλείου και άλλες, τόσο σημαντικές για την συνοχή του στρατού. Θα απαντούσαμε σε κάτι τέτοιο ώς εξής: πρόκειται για έναν διαφορετικό, όχι πλέον τόσο απλό, παράγοντα συνοχής των μαζών, και, όπως δείχνουν τα παραδείγματα μεγάλων στραταρχών, του Καίσαρα, του Βαλλενστάιν, του Ναπολέοντα, παρόμοιες ιδέες για την συγκρότηση ενός στρατού δεν είναι απαραίτητες. Άν αγνοούσαμε τούτο τον λιβιδινικό παράγοντα στον στρατό, ακόμη και όταν δεν είναι ο μόνος που δρά εκεί, μας φαίνεται ότι δεν θα είχαμε μόνο ένα θεωρητικό κενό αλλά και έναν πρακτικό κίνδυνο. Ο πρωσικός μιλιταρισμός[4], που ήταν τόσο αψυχολόγητος όσο και η γερμανική επιστήμη, θα πρέπει ίσως να το έμαθε αυτό κατά τον Μεγάλο Παγκόσμιο Πόλεμο[5]. Οι νευρώσεις πολέμου, που αποσάθρωσαν τον γερμανικό στρατό, χαρακτηρίστηκαν έν πολλοίς ώς διαμαρτυρία του ατόμου για τον ρόλο που του ανατέθηκε στον στρατό, και ακολουθώντας τις ανακοινώσεις του Ε. Ζίμμελ, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα από τα αίτια της ασθένειας, ήταν η άκαρδη αντιμετώπιση του κοινού ανθρώπου από τους ανωτέρους του. Άν εκτιμάτο καλύτερα αυτή η ανάγκη της λίμπιντο, δεν θα γίνονταν τόσο εύκολα πιστευτές οι εκπληκτικές υποσχέσεις των 14 σημείων του αμερικανού προέδρου και το θαυμαστό εργαλείο των γερμανών εμπνευστών του πολέμου δεν θα διαλυόταν μέσα στα χέρια τους.
Άς σημειώσουμε ότι στις δύο αυτές τεχνητές μάζες το κάθε άτομο είναι λιβιδινικά δεμένο, αφενός με τον ηγέτη (Χριστός, στρατηγός), αφετέρου με τα άλλα άτομα της μάζας. Θα πρέπει να ερευνήσουμε αργότερα ποιά είναι η σχέση των δύο αυτών δεσμών, άν είναι παρόμοιοι και ισότιμοι και πως θα μπορούσαν να περιγραφούν ψυχολογικά».
Η συνέχεια άλλη μέρα!
"Στην φωτό, ο κυβερνήτης της Ελλάδας και η παρέα του στην Ικαρία, δίχως στοιχειώδεις προφυλάξεις!"
[1] Ο γράφων δεν είναι οπαδός κανενός.
[2] Εδώ λοιπόν ο Φρόϋντ, θυμίζει λίγο τον Φρόμ που μιλάει για την τέχνη της αγάπης και την σπάει σε κατηγορίες: μητρική, πατρική, αδελφική, ερωτική, φιλική κτλ. Καθώς φαίνεται, και οι δυό (δεν είναι δυστυχώς οι μόνοι), μη γνωρίζοντας τι εστί αγάπη, προσπαθούν να την εξηγήσουν και να την ορίσουν. Και οι δυό βαπτίζουν αγάπη το συναίσθημα – γιατί συναισθήματα είναι αυτά που αναφέρουν, και το χειρότερο όλων είναι ότι εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο ακολουθούν σαν ευαγγέλια τα μοντέλα που έχουν χτίσει. Αγάπη, ούτε εγώ γνωρίζω τι είναι για έναν απλό λόγο, δεν είμαι εκεί. Η αγάπη είναι ή δεν είναι, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Και δεν κατηγοριοποιείται.
[3] Μπορούμε να πούμε, η ασυνείδητη ψυχική ενέργεια που τροφοδοτεί την ενόρμηση αυτή λέγεται Libido ή λιβιδινική ενέργεια. Όσο για την δομή (κτίσμα), μπορούμε να πούμε την δομή (θηλυκό) ώς την διάρθρωση ενός συνόλου καθώς και το σύνολο που χαρακτηρίζεται. Αν μιλήσουμε με πολιτικό- οικονομικούς όρους κατά τον Λακάν, η κριτική που ασκήθηκε σε δύο εφαρμογές του οικονομικού παραδείγματος, την πολιτική οικονομία (Μάρξ) και την λιβιδινική οικονομία (Φρόϋντ), σε ισάριθμα οικονομικά συστήματα τα οποία θεωρούνται συναφή, αποτελεί αναμφίβολα το ζωτικό νεύρο των δύο αυτών επιχειρήσεων αφομοίωσης και εξουδετέρωσης. Και καταλήγει ο Λακάν, στην μεγάλη φροϋδική ανακάλυψη του ασυνείδητου, η αποκάλυψη μιάς σεξουαλικότητας “εκτός οικονομίας” έχει ουσιώδη λόγο. Όσο για την ενόρμηση, αυτή είναι η ώθηση του οργανισμού για δράση. Η ενόρμηση λέει ο Ζίζεκ, ικανοποιείται όταν αποτυγχάνει να πετύχει τον σκοπό της, όταν επαναλαμβάνει αυτή την αποτυχία. Ο Λακάν πάλι, το προχωρά το θέμα μακρύτερα και λέει ότι η ενόρμηση είναι άμετρη, επαναληπτική και τελικά καταστροφική και γι’ αυτό το λόγο κάθε ενόρμηση είναι ενόρμηση θανάτου. Πιστεύει κανείς στ’ αλήθεια ότι όλοι αυτοί οι αμπελοφιλόσοφοι φώτισαν τον κόσμο με τις «γνώσεις» τους;
[4] Αυτός και άν ήταν ελιτίστικος. Αλλά περισσότερο ελιτίστικος έγινε αργότερα ο γερμανικός στρατός των SS, το όνειδος και η φρίκη της παγκόσμιας κοινότητας και ιστορίας.
[5] Εννοεί προφανώς τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Ο ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ