Tο Γαλάτσι στις δεκαετίες του 50 και του 60 είναι ένα χωριό στο βόρειο άκρο του Δήμου της Αθήνας.
Η Βεϊκου είναι προσπελάσιμη ως διακόσια μέτρα από το Παλαιό τέρμα.
Το λεκανοπέδιο αυξάνεται πληθυσμιακά με τους εσωτερικούς μετανάστες, άλλους κυνηγημένους από το μετεμφυλιακό προτεκτοράτο και άλλους για να λόγους επιβίωσης, αφού η δεκαετία του 40-50 έχει αποψιλώσει την ύπαιθρο.
Οι εσωτερικοί μετανάστες γύρω από τα πρακτορεία των ΚΤΕΛ της καταγωγής τους έχουν τα καφενεία τους γιά συναντιούνται να μαθαίνουν τα νέα του χωριού τους.
Σιγά - σιγά συγκροτούν συλλόγους πολιτιστικούς και κάνουν διάφορες εκδηλώσεις.
Την καθαρή Δευτέρα στις αλάνες του Γαλατσίου οι πολιτιστικοί Σύλλογοι από Κρήτη, από νησιά του Αιγαίου, από Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και Ήπειρο μαζεύονται από το πρωί με τις τοπικές τους ενδυμασίες, με τα σαρακοστιανά τους φαγώσιμα και με τα μουσικά τους όργανα, τρώνε χορεύουν και να τραγουδάνε μέχρι το σούρουπο.
Με τα χρόνια αυτές οι εκδηλώσεις άρχισαν να περιορίζονται σταδιακά όπως και οι ελεύθεροι χώροι. Το αναπτυξιακό πρόγραμμα του "τσιμέντο να γίνει" σε όλο το λεκανοπέδιο, στο Γαλάτσι συνέβη στον υπέρτατο βαθμό, προς "δόξαν" των Δημοτικών διοικήσεων, προκειμένου να ζούμε σήμερα αυτή την παράλογη και αβίωτη πραγματικότητα.
Στη περίοδο της μεταπολίτευσης και με την επιστροφή στο Δημαρχιακό θώκο του Παπαδιονυσίου μετά από πιέσεις και αφού διαπιστώθηκε το επικοινωνιακό όφελος του παντοδύναμου Δημάρχου, εκεί γύρω στο τέλος της δεκαετίας του 80 καθιερώθηκαν οι αποκριάτικες γιορτές στο χώρο του άλσους.
Με τα χρόνια εμπλουτίστηκαν με χαϊλάτες παρουσίες από το "τηλεοπτικό συνονθύλευμα" για να καταλήξουν τα τελευταία χρόνια παρακμιακές και αποκρουστικές, τουλάχιστον για τους Γαλατσιώτες.
Η συνέχεια αυτής της αρκουδο πανήγυρις δεν έχει κανένα νόημα.
Μια άλλη γιορτή με άλλο περιεχόμενο που να ανταποκρίνεται στην ημέρα και στην ιστορική σχέση του Γαλατσίου με τα Κούλουμα, είναι ανάγκη να σχεδιαστεί.
Από ανθρώπους και φορείς που έχουν γνώση.
Και ο συμμετοχή τη Δημοτικής αρχής να περιορίζεται αυστηρά στην ανάθεση και χορηγία .
Του Γιάννη Κατσώνη