e-Galatsi

σερφάροντας στο Γαλάτσι

 

Η ιστορία μας δεν αρχίζει με το μια φορά κι έναν καιρό, σ' έναν τόπο μακρινό, όπως συνηθίζεται στα παραμύθια, γιατί ξέρουμε πότε ακριβώς και πού συνέβη. Επίσης, είναι πέρα για πέρα αληθινή.

Πρωινό στις οκτώ ακριβώς στα Τουρκοβούνια (συνοικία της Αθήνας κοντά στο Γαλάτσι). Μεσοκαλόκαιρο. Τα σχολεία κλειστά και το κοριτσάκι της ιστορίας μας βαριέται απελπιστικά. Για διακοπές ούτε λόγος. Δεν το επιτρέπει η δουλειά του μπαμπά.

Μαμά δεν υπάρχει. Της είπαν ότι αρρώστησε και πέθανε όταν ήταν ακόμα πολύ μικρή, αλλά από κάτι μισόλογα της γιαγιάς της, υποπτεύεται ότι είχε φύγει με κάποιον. Ίσως πλανόδιο έμπορο. Αλλιώς, πώς δικαιολογείται η αντίδραση της γιαγιάς;

Κάθε που ακούει πλανόδιο έμπορο να διαλαλεί την πραμάτεια του στη γειτονιά, βγαίνει στο μπαλκόνι και του πετάει μανιασμένη έναν κουβά νερό - συνήθως απ' το σφουγγάρισμα, βρίζοντας:

«πήγαινε να ξεμυαλίσεις καμιά μυαλοκομμένη σ' άλλη γειτονιά».

Εκείνο το πρωί, λοιπόν, η γιαγιά έχει πάει λαϊκή, η μικρή βαριέται μπροστά στην τηλεόραση. Χτυπά το κουδούνι.

Παρ' όλο που οι οδηγίες είναι σαφείς (δεν ανοίγουμε ποτέ την πόρτα όταν είμαστε μόνοι στο σπίτι), τρέχει κι ανοίγει. Είναι η Ελένη απ' τον τρίτο. Αυτή, που τρία χρόνια τώρα, τάχει μπλέξει με τον πατέρα του κοριτσιού και τον σέρνει απ' τη μύτη.

«Καλημέρα Ασπρουλιάρα» της λέει η Ελένη χαμογελώντας πλατιά. Το έντονο βιολετί κραγιόν, έχει βάψει τα μπροστινά της δόντια και μοιάζει με μάγισσα.

Το κορίτσι, έχει ήδη μετανιώσει που άνοιξε γιατί δεν τη συμπαθεί καθόλου.

«Σου έφερα μια αντηλιακή κρέμα, γιατί αύριο θα πάμε στη θάλασσα. Έτσι άσπρη που είσαι θα κατακαείς». Πράγματι το κορίτσι είναι τόσο άσπρο που όλοι τη φωνάζουν Ασπρουλιάρα. Το δέρμα της έχει το εκτυφλωτικό άσπρο του χιονιού, που σε άνθρωπο δεν είναι καθόλου γοητευτικό. Ξέρεις αυτό το μη χρώμα.

Κάνω εδώ μια μικρή παρένθεση για να σας πω, ότι στο σχολείο την έλεγαν και φάντασμα.

Τόσο άσπρη ήταν που σχεδόν γινόταν αόρατη, ιδίως όταν φορούσε λευκά ρούχα. Γι' αυτό η γιαγιά της, επέμενε να φορά πάντα έναν κόκκινο φιόγκο στα μαλλιά.

Μαζί με την αντηλιακή η Ελένη της δίνει κι ένα μήλο. Δεν ήθελε να το πάρει, αλλά εκείνη επέμενε πως έχει πολλές βιταμίνες, τον γιατρό τον κάνει πέρα και άλλα τέτοια. Το παίρνει. Με την πρώτη δαγκωνιά, νιώθει ένα τρομερό κάψιμο στο στομάχι. Σα να κατάπιε φωτιά. Την πιάνει κάτι σαν τρέλα. Βγαίνει στο δρόμο, παρακούοντας κάθε οδηγία του πατέρα και της γιαγιάς. Δεν σταματά ούτε στα φανάρια. Διασχίζει τη Βεΐκου και τρέχοντας ανάμεσα στ' αυτοκίνητα. Το κάψιμο φουντώνει. Διψάει. Στο νούμερο διακόσια δεκαοχτώ, λίγο πριν την Αγία Γλυκερία, σταματά. Χτυπά το κουδούνι στο σπίτι, ένα παλιό τριώροφο, με φθαρμένα ξύλινα πορτοπαράθυρα. Δεν φαίνεται κανείς, αλλά η πόρτα οπισθοχωρεί στην ελάχιστη πίεση κι ανοίγει. Αν και μισοσκόταδο στο εσωτερικό του σπιτιού, βρίσκει εύκολα την κουζίνα. Παίρνει ένα από τα επτά ποτήρια που βρίσκει στο στραγγιστήρι του νεροχύτη και πίνει με βουλιμία νερό. Η φωτιά μέσα της αρχίζει να σβήνει. Το διαμέρισμα του ισογείου, αν εξαιρέσεις την κουζίνα είναι μονόχωρο. Τώρα που έχει την άνεση να το παρατηρήσει διαπιστώνει ότι στο μοναδικό δωμάτιο υπάρχουν επτά κρεββάτια. Τρείς κουκέτες διπλές κι ένα μονό. Τα κρεβάτια είναι μικρά σαν παιδικά, αλλά τα υπόλοιπα πράγματα που είναι σκορπισμένα στον χώρο, δείχνουν πως εκεί μένουν άντρες. Σίγουρα εργάτες, ίσως και οικονομικοί μετανάστες, γιατί όλα τα έπιπλα και τα σκεύη είναι παράταιρα και μετρημένα. Επτά καρέκλες, επτά πιάτα, επτά πιρούνια και μόνο ένα κουτάλι.

Τρία ζευγάρια λασπωμένες μπότες από ξεβαμμένο μαύρο δέρμα, δυό ζευγάρια λαστιχένιες γαλότσες, ένα γιλέκο με πολλές τσέπες, σαν αυτά που φοράνε οι ψαράδες ή οι τεχνίτες ( είχε κι ο πατέρας της ένα) κι ένας σωρός πουκάμισα καρώ ή από χοντρό σκούρο ύφασμα, σώβρακα και φανέλες με μανίκι, προφανώς άπλυτα από τον προηγούμενο χειμώνα.

Η μπόχα του δωματίου είναι αποπνικτική. Ανοίγει τα δυο παράθυρα που υπάρχουν, ευτυχώς σε αντικριστούς τοίχους να γίνει ρεύμα, μπας και καθαρίσει λίγο η ατμόσφαιρα. Αν κάτι έχει μάθει ζώντας με τη γιαγιά της είναι το νοικοκυριό. Όχι ότι κάνει με προθυμία τις δουλειές, αλλά η γιαγιά δεν τα πολυκαταφέρνει πια, λόγω ηλικίας και αναγκάζεται να βάζει κι αυτή ένα χεράκι. Καταλαβαίνει ότι αν δεν απομακρύνει τ' άπλυτα και τα βρωμοπάπουτσα δεν θα φύγει η μπόχα. Όταν αυτά, έχουν μεταφερθεί στο βεραντάκι της κουζίνας, κινούμενη από την ανίκητη δύναμη της συνήθειας, αρχίζει το καθάρισμα. Πλένει τα επτά πιάτα που υπάρχουν στοιβαγμένα στο νεροχύτη, μουλιάζει ένα τηγάνι που έχει πάνω του υπολείμματα από καμένο ψάρι και παλεύει με την κατσαρόλα που έχει ένα μόνο χερούλι στη θέση του και δυο τρεις στρώσεις απροσδιόριστου χρώματος, αλλά κολλώδους υφής στον πάτο. Όταν η κουζίνα έχει τακτοποιηθεί, αλλάζει τα βρώμικα σεντόνια με τα ας πούμε καθαρά που βρίσκει σ' ένα μπαούλο, σκουπίζει, σφουγγαρίζει και βγαίνει στο μπαλκονάκι. Το πλύσιμο των ρούχων δεν ήταν δυνατόν να γίνει χωρίς απορρυπαντικό και δεν βρήκε πουθενά. Κατάφερε όμως να ξεκολλήσει τις λάσπες απ' τα παπούτσια.

Ήταν κατάκοπη. Τώρα καταλαβαίνει την έκφραση της γιαγιάς, «μου κόπηκε η μέση». Πέφτει στο μονό κρεββάτι και βυθίζεται σ' έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

Ξυπνάει από ένα βίαιο τράνταγμα. Ένας γενειοφόρος, σκουρόχρωμος, είναι σκυμμένος από πάνω της. Άλλοι έξι παραπίσω παρακολουθούν, βλοσυροί. Φαίνονται απειλητικοί. Η γλώσσα τους είναι ακατανόητη, αλλά το ύφος τους δεν χρειάζεται μετάφραση. Τρομαγμένη, τρέχει ξυπόλητη έξω από το σπίτι. Στη βιασύνη της ξεχνάει ακόμα και τις καινούριες σαγιονάρες της. Στο δρόμο για το σπίτι επαναλαμβάνει σχεδόν φωναχτά τις οδηγίες του μπαμπά και της γιαγιάς που είχε παραβεί:

Δεν ανοίγουμε την πόρτα, όταν λείπουν οι μεγάλοι απ' το σπίτι.

Δεν παίρνουμε φαγώσιμα από ξένους.

Δεν μπαίνουμε σε ξένα σπίτια.

Δεν περνάμε τα φανάρια όταν είναι κόκκινα για τους πεζούς.

Υπόσχεται στον εαυτό της ότι δεν θα ξεχάσει το σημερινό μάθημα: κρύβουμε την αντιπάθειά μας για την φιλενάδα του μπαμπά.

 

"Κωνσταντίνα Ζαγάρη"

 

============

  

 

Η Κωνσταντίνα Ζαγάρη γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στον Μαραθώνα. Το 2018 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική της συλλογή «Πεζές σκέψεις δίχως (π)οίηση», εκδόσεις Άπαρσις. Ποιήματα και πεζά της συμπεριλαμβάνονται στη «Νέα Φιλολογική Πρωτοχρονιά» 2020/2021/2022/2023, στη συλλογή «Σύγχρονοι Έλληνες Ποιητές», εκδόσεις Παππάς και στις συλλεκτικές εκδόσεις «Συνομιλώντας με τον Arthur Rimbaud, Συνομιλώντας με την Κατερίνα Γώγου», εκδόσεις Όστρια, «Συνομιλώντας με τη Σαπφώ», εκδόσεις Λύχνος, «Συνομιλώντας με τον Ναζίμ Χικμέτ», εκδόσεις Δρόμων. Κείμενά της συμπεριλαμβάνονται: «Πες μας ένα παραμύθι»,  εκδόσεις Δρόμων, «Έγκλειστος βίος», έκδοση Πολιτιστικές Απόπειρες και «Τα διηγήματα του εγκλεισμού», εκδόσεις Άπαρσις, «Τεχνών συναπαντήματα», εκδόσεις Όστρια. Έχει γράψει ένα θεατρικό έργο: «Μην ξεχαστώ και δεν της μοιάσω», που βραβεύτηκε από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων (2012). Το 2024 κυκλοφόρησε το έργο της: «Τα μυστικά είναι κατοικίδια» (νουβέλα και διηγήματα), από τις εκδόσεις Άπαρσις.