Γιασεμί κι αγιόκλημα θερινού σινεμά ευωδιάζει το σημερινό μας σημείωμα, απαράλλαχτα με την επέλαση του ξανθού Απρίλη, που ξελογιάζει φουριόζος αισθήσεις κι αισθήματα προαναγγέλλοντας τη δικτατορία του καλοκαιριάτου. Σέρρες 1935. Ορφανή από πατέρα η δεκατριάχρονη Αθηνά πιάνει κρυφά δουλειά ταξιθέτρια στον κινηματογράφο «Πάνθεον» για να συμβάλει στον πενιχρό οικογενειακό κορβανά. Στο παρθενικό της μεροκάματο, η μάνα και η μεγαλύτερη αδελφή της την ψάχνουν ανάστατες στα Τμήματα και τα Πρώτα Βοηθειών και τρώει το ξύλο της χρονιάς της όταν επιστρέφει στο σπίτι αργά.
Αγύριστο κεφάλι, αρνείται να τους κάνει το χατίρι. Εκούσες άκουσες υποχωρούν οι κηδεμονεύουσες για τον επιπρόσθετο λόγο ότι μόνο τα φιλοδωρήματα ανέρχονται στο τριπλάσιο του μεροκάματου της μαμάς και τα Σαββατοκύριακα στο δεκαπλάσιο. Το 1948 βρίσκει την Αθηνά να εργάζεται τα καλοκαίρια στο «Ελληνίς» στα Πατήσια και τους χειμώνες στο «Ρεξ».
Λυγερόκορμος και ελκυστικός ο Αλέξανδρος Πανταζής, μηχανικός στο θρυλικό «Μοντιάλ», στο απέναντι πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, της στήνει μηχανή κι εκείνη πέφτει μετά χαράς στα δίχτυα του, λεπτοπλεγμένα σαν τούλι νυφικού. Ωρες κλεισμένος καθημερινώς στη σκοτεινή καμπίνα προβολής, ο κυρ Αλέκος απεικονίζει τα όνειρά του με δέσμες φωτός, όπως ακριβώς στις ταινίες.
Αποκτούν σάρκα και οστά το 1954, οπότε, στην Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, σε χώρο φίλου που του τον νοικιάζει φθηνά, φτιάχνει τον δικό τους κινηματογράφο. Τον ονομάζει ασφαλώς «Ονειρο» κι όπως όλα τα ενύπνια απλώνεται στη μέση του πουθενά. Πελάτες του οι Τσιγγάνοι απ’ τα γύρω τσαντίρια, αφού σπίτια υπάρχουν ελάχιστα σε ακτίνα χιλιομέτρων. Περί τα τέλη του ‘50 το ζεύγος επισκέπτεται για κυριακάτικο τραπέζωμα το Γαλάτσι. Φεύγοντας νωρίς το απόγευμα ο Πανταζής στέκει μαγνητισμένος αντίκρυ σ’ ένα οικόπεδο στο Παλαιό Τέρμα. Οταν φθάνει το λεωφορείο, η Αθηνά τον τραβολογά να επιβιβαστούν. Δεν υπακούει, μένοντας βυθισμένος στον κόσμο του.
Το χάνουν. Κερδίζουν, όμως, τόσο οι ίδιοι όσο και η ευρύτερη περιοχή το εμβληματικό «Σινέ Αλέξανδρος», που εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1960 και λειτούργησε αδιαλείπτως ίσαμε το 1990. Πόσες μνήμες, αλήθεια, ξυπνά. Στα μελό του Ξανθόπουλου δεν πέφτει καρφίτσα. Γεμάτα και τα 1.200 καθίσματα με μαυροντυμένες γιαγιάδες, να χύνουν καυτά δάκρυα και με πανστρατιά εγγονιών στα διαλείμματα να ματώνουν τα γόνατα στο γαρμπίλι.
Συρρέουν πλήθη από τις γύρω συνοικίες να απολαύσουν, εκτός απ’ τις ταινίες, θέατρο από θιάσους πρώτης γραμμής, αλλά και συναυλίες. Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης και τόσοι ακόμα! Μετά τη δικτατορία ο «Αλέξανδρος» φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις, φεστιβάλ νεολαίας και τοπικών συλλόγων. Στη δύση της δεκαετίας του ‘80 επιδοθήκαμε σ’ έναν υπέρ πάντων αγώνα για να μη γίνει εμπορικό κέντρο. Η δημοτική αρχή, όμως, δεν το εννοούσε. Νοσταλγώ όλα τούτα διαβάζοντας το πόνημα του Νέστορα Χατζούδη «Το Γαλάτσι και οι Γαλατσιώτες στο διάβα του 20ού αιώνα» από τις εκδόσεις Ταξιδευτής.
Ισως κάθε δήμος αξίζει ένα παρόμοιο βιβλίο. Τα πανηγύρια, τα μποστάνια, οι στάνες, τα νταμάρια, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι άνθρωποι ζωντανεύουν όπως ο «Αλέξανδρος» στις 456 σελίδες του. Πρόκειται για μαγνητική τομογραφία του τόπου από το 1900 ώς το 1974, τεκμηριωμένη με ντοκουμέντα και εύγλωττες φωτογραφίες. Του πήρε πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς. Ετοιμάζει τώρα τον δεύτερο τόμο, από το 1975 μέχρι σήμερα. Του εύχομαι κουράγιο, υγεία και έμπνευση.
Πηγή:Efsyn
Συντάκτης: Δημήτρης Νανούρης
Σινεμάς Αλέξανδρος
Αγ. Γλυκερίας, 1960 - 1990. Γκρεμίστηκε και έγινε πολυκατοικία.