e-Galatsi

σερφάροντας στο Γαλάτσι

 

Στην κυριακάτικη εκδήλωση του ΚΚΕ για το δασόκτημα Βεϊκου και τους κινδύνους που ελοχεύουν μετά απόφαση του Αρείου Πάγου, η παρουσία και παρέμβαση μελών του Σύριζα Γαλατσίου,προκάλεσε πολιτική αντιπαράθεση ,αφού οι ομιλητές και μέλη του ΚΚΕ απέδωσαν ευθύνες στον Σύριζα ,για μια σειρά δασοκτόνων νομοσχεδίων.

Τα μέλη του Σύριζα που παραρεύθηκαν στην παραπάνω εκδήλωση ,με ανακοίνωσή τους ,αφήνουν αιχμές για τον χαρακτήρα της πρωτοβουλίας αυτής του ΚΚΕ.

Σαν μαθητής του 330υ Δημοτικού σχολείου Αθηνών και αργότερα 1ου Γαλατσίου στην οδό Αργοστολίου, θυμάμαι:

Γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Δεν έχουμε σχολείο αλλά έχουμε γιορτή.Από την παραμονή στις τάξεις, οι δάσκαλοι και οι δασκάλες μας, μας μιλάνε για την επέτειο με ένα συγκεκριμένο και εγκεκριμένο από το Υπουργείο Παιδείας περιεχόμενο που αντιπαρέρχομαι. Αργότερα πιό μεγάλος εντρυφώντας στην ιστορική αυτή περίοδο διαπίστωσα ότι  κάποιοι εκ των διδασκόντων μας ήταν προσκείμενοι στην κυρίαρχη ιδεολογία και υπερακόντιζαν στην ανάλογη προπαγάνδα και κάποιοι από το φόβο των υπηρεσιακών συνεπειών  αναγκάζονταν να ακολουθούν αυστηρά το περιεχόμενο της ιστορικής διαστρεβλωσης.

Ένας δε συγκεκριμένος δάσκαλος, όνομα και μη χωριό που ήταν δάσκαλος μου από την 3η εως και την 5η Δημοτικού, παππούς σημερινού κυβερνητικού βουλευτή ο οποίος ως συνταξιούχος πλέον διετέλεσε και διορισμένος αντιδήμαρχος Γαλατσίου επί χούντας,εκτός από δολοφόνος της ιστορικής αλήθειας ήταν και πιεστικός στη συμμετοχή μας στο κατηχητικό της Αγίας Γλυκερίας με συνέπειες στο βαθμό του ενδεικτικού. Ένα από τα θύματα των συνεπειών ήταν και ο υποφαινόμενος.

 Ανήμερα λοιπόν της 28ης είχαμε γιορτή με απλωμένα σημαιάκια και από κάποια χρονιά και μετά που εισέβαλε η τεχνολογία στα σχολεία είχαμε και τραγούδια από τα μεγάφωνα.

Ξανά και ξανά,τα εξόχως πατριωτικό που γαλουχούσαν  αποκοίμιζοντας  ανάλογα την μαθητιώσα νεολαία ΄όπως "βάζει ο Ντούτσε την στολή του" "κορόιδο Μουσολίνι  και το υποφερτό "παιδιά της Ελλάδος παιδιά" και μέχρι εκεί

Τα 'Εμπρος ΕΛΑΣ για την Ελλάδα" , "Με το ντουφέκι μου στον ώμο" και τα λοιπά έπρεπε να περάσουν καμια 25αρια χρόνια ακόμη για να τα ακούμε χωρίς το φόβο του χωροφύλακα και των επιτροπων ασφαλείας σε κάθε γειτονιά.

Αλλά και να καταλάβω γιατί σε όλη την Ευρώπη γιορτάζουν το τέλος αυτού του πολέμου ενώ στην Ελλάδα γιορτάζουμε την έναρξη. 

 Ειρήσθω εν παρόδω, οι επιτροπές ασφαλείας στελεχώνονταν από Υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Δημόσιας τάξης και Ασφαλείας, τον Διοικητή του τοπικού παραρτήματος ασφαλείας και κάποιων πολιτών από το καλάθι του κατοχικού δοσιλογισμού και μαυραγοριτισμού, συνήθως.

Εκεί όλοι αυτοί οι ταγοί του "δημοκρατικού πολιτεύματος"  αποφάσιζαν αν ο τάδε ή ο δείνα θα σταλεί για παραθερισμό στα γνωστά αιγαιοπελαγίτικα νησιά ή θα πάρει αναστολή μέχρι νεωτέρας.

Μετά από αυτά, ακολουθούσε η ο εκκλησιασμός και στη συνέχεια μικρή παρέλαση με επικεφαλείς, εκκλησιαστικές, αστυνομικές και αυτοδιοικητικές αρχες,  με την μουσική μπάντα και στην ουρά εμείς οι μαθητές με απαραίτητη ένδυση τη γκρι ή άσπρη μπλούζα και το μπλέ πανταλόνι.

Ως προς αυτό, πρέπει δε να ομολογήσω ότι η φτώχεια της εποχής είχε σαν συνέπεια μια ανομοιομορφία ως προς το ενδυματικό πρωτόκολλο που γίνονταν ανεκτή από τους τελετάρχες δασκάλους μας.  

Και επειδή ο συνοικισμός του Γαλατσίου ήταν τότε περιορισμένος, ή πομπή ξεκινούσε από την Αγία Γλυκερία και κατέληγε στην πλατεία Λιναρά.

Το ίδιο σκηνικό είχαμε και την 25η Μαρτίου. Το μόνο που άλλαζε ήταν τα τραγούδια που ήταν Δημοτικά.

 Προϊόντος του χρόνου, γιατρού θέλοντος και υγείας επιτρέπουσας, η επόμενη ανάρτηση θα αφορά μια συγκεκριμένη 25η Μαρτίου στο Γαλάτσι του 1981 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ



Με αφορμή την ανάρτηση του "Πεζοπόρου" για τον Γιώργο Μουφλουζέλη, θέλω να προσθέσω και τις δικές μου αναμνήσεις για τον μπαρμπα Γιώργη.

Τον πρωτογνώρισα το χειμώνα του 1966 'οταν παιδί 15 χρονών και μαθητής της Α' λυκείου Tετάρτη και Σαββατοκύριακο δούλευα σαν βοηθός σερβιτόρου στην ταβέρνα "Το Καραούλι" που ήταν ανάμεσα στις στάσεις, "Βόρειος Πόλος" και "πλατεία Λιναρά",εκεί που σήμερα είναι το πρατήριο καυσίμων της SΗELL.

Αυτή η ταβέρνα και για όσα χρόνια λειτούργησε, διέθετε καταπληκτική κουζίνα με φαγητά που μαγείρευε η κυρά Νότα γυναίκα του "αφεντικού" Πέτρου Κανατάκη.

Πέρα από τους ελάχιστους Γαλατσιώτες - οι κοσμικές ταβέρνες για το βαλάντιο της πλειοψηφίας των Γαλατσιωτών τότε, ήταν πολυτέλεια. Κανένα καπηλιό με ρετσίνα και μεζέ στο λαδόχαρτο και πολύ έπεφτε - οι πελάτες στην πλειοψηφία τους ήταν καλλιτέχνες ηθοποιοί και τραγουδιστές.

Στα δύο χρόνια που δούλευα εκεί έχω σερβίρει τις αδελφές Καλουτά που έρχονταν κάθε βράδυ σχεδόν. την Λάσκαρη έγκυος στην κόρη της από τον πρώτο γάμο της με κάποιον Κουτουμάνο, τον Παράβα με την γυναίκα του που ήταν μανεκέν  ξένης καταγωγής, την Ελένη Προκοπίου, την Βίκυ Μοσχολιού με τον Δομάζο και πολλούς άλλους από όλα το καλλιτεχνικό στερέωμα.

Μόνιμος δε πελάτης ήταν και κάποιος πρίγκιπας από το σόι των Γλύξμπουργκ - νομίζω Πέτρο τον έλεγαν - που λόγω κακών σχέσεων με τη Φρειδερίκη ήταν αποστασιοποιημένος.

Εκεί λοιπόν έρχονταν ο Γιώργης ο Μουφλουζέλης με το μικρό Σταύρο σε  ένα καλάθι και το μπουζούκι παραμάσχαλα.

 Άφηνε το "μωρέλι του" - έτσι τον αποκαλούσε, Μυτιληνιός ων, όπως και οι τρεις γιαγιάδες τα προσφυγόπουλα -   στο χώρο έξω από την κουζίνα του μαγαζιού και περνοδιάβαινε τα τραπέζια παίζοντας. Στο τέλος έβγαζε από την τσέπη του σακακιού του ένα μικρό μεταλλικό πιατάκι και το περιέφερε μαζεύοντας τα ψιλά που έδιναν οι πελάτες.

Στη συνέχεια έπινε ένα ποτηράκι ρετσίνα που του προσέφερε το μαγαζί, έπερνε το καλάθι με το Σταύρο και κινούσε για αλλού.

Αργότερα έμαθα για την οικογενειακή του ιστορία και το γιατί μεγάλωνε μόνος του το Σταύρο, αλλά ποτέ δεν του άνοιξα τέτοια κουβέντα.

Ο ίδιος μου είπε κάποτε ότι, για αρκετά χρόνια μέχρι να μεγαλώσει αρκετά το "μωρέλι του" δεν πήγαινε σε 'δουλειές" επειδή δεν ήθελε να τον αφήνει μόνο του.    

Αργότερα ο μπαρμπα Γιώργης και για αρκετά χρόνια, έμεινε στην οδό Δρίσκου σε ένα δωμάτιο μιας αυλής όπου εκεί συγκατοικούσαν άλλες τρεις ή τέσσερις οικογένειες.

Τα απογεύματα και όταν το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες κάθονταν έξω από το φούρνο του Δελώτη - ο φούρνος του "Μαρέτση" σήμερα -  σε μιά ψάθινη καρέκλα δίπλα σε ένα τσιμεντένιο τραπέζι που υπήρχε εκεί, με ένα σταυρόλεξο που έλυνε με τις ώρες και ένα μπουκάλι ρετσίνα Κουρτάκη δίπλα που την έπινε σε ένα μικρό ποτηράκι λίγο - λίγο.

Ορισμένα απόβραδα τον καλούσαν κάποιες παρέες ντόπιων στο απέναντι από το φούρνο οινο γαλακτοπωλείο του Γεωργίου και εκεί με το μπαγλαμαδάκι πλέον - το μπουζούκι το είχε αφήσει -  μεταξύ πρόχειρου μεζέ και ρετσίνας, στήνονταν αυτοσχέδια γλέντια. Κάποιες φορές συμμετείχε κι εγώ δειλά-δειλά λόγω του μικρού της ηλικίας μου. 

Μάλιστα ο μπαρμπα Γιώργης ξέροντας ότι είμαι μαθητής του γυμνασίου ζητούσε την βοήθειά μου όταν ήθελε να "ταιριάξει" όπως έλεγε, ομοιοκαταληξία σε στίχους που έφτιαχνε. 

Και όταν ολοκλήρωνε την έμπνευσή του, πήγαινε στους θρακομακεδόνες στο σπίτι του Απόστολου Καλδάρα και του έγραφε τις νότες στο πεντάγραμμο για να πάει στην εταιρεία για ηχογράφηση.

Με την ευκαιρία,να αναφερθούμε και στον Καλδάρα αυτόν τον 'άγιο" του μουσικού χώρου ο οποίος σύμφωνα με τον ίδιο τον μπαρμπα Γιώργη τον βοηθούσε γενικότερα. Όπως και η Μαρινέλλα με την Χάρις Αλεξίου.

 Στα 1971 πήγα φαντάρος και όταν τέλος του 1973 γύρισα ο μπαρμπα Γιώργης είχε μετακομίσει απέναντι στην οδό Κύκνων και οι συναντήσεις μας αραίωσαν.

Κατά τη μεταπολίτευση μαζί με το πολιτικό τραγούδι, γνώρισε άνθηση και το ρεμπέτικο.

Τότε λοιπόν ο μπαρμπα Γιώργης έγινε περιζήτητος.

Είχε όμως κάποιες δυσκολίες.

Από τη  μιά δεν ήταν ίδιαίτερα "φιλόδοξος" και από την άλλη ήταν μεγάλος σε ηλικία  για να μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των "μαγαζιών"

Τελευταίο μαγαζί στο οποίο "δούλεψε" ήταν μια ταβέρνα στα όρια της Κυψέλης με το Γαλάτσι απέναντι από τον ναό του Αγίου Θωμά.

Και εκεί όμως με διαλείμματα που έγιναν η αιτία να μη μακροημερεύσει, αφού και με το δίκιο του, ο μαγαζάτορας δεν μπορούσε να αποδέχεται.

Στο τέλος της ζωής του στηρίχτηκε πολύπλευρα από τον Δήμο Γαλατσίου και έφυγε από τη ζωή το 1991 σε ηλικία 79 ετών. 

Υπήρξε ένας καθαρά αυτοδίδακτος λαϊκός μουσικός και έζησε τη ζωή του με πολλές δυσκολίες, αλλά όπως αυτός ήθελε. Ήταν επιλογή του να ζήσει και να πεθάνει "ρεμπέτης"

Ενα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του μπαρμπα Γιώργη Μουφλουζέλη. Και με την ευκαιρία μια αναφορά - στο χώρο και το χρόνο - της 'αθωότητας" οπως μας αρέσει να αποκαλούμε την εποχή των νιάτων μας.

 

Tου Γιάννη Κατσώνη 

 

Υ.Γ. Ένα περιστατικό.

 Βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για να " δουλέψει" σε κάποιο μαγαζί. Ο μαγαζάτορας του έχει κλείσει δωμάτιο "σουϊτα" σε πολυτελές ξενοδοχείο. Μόλις ο μπαρμπα Γιώργης αντιλαμβάνεται ότι είναι στον 4ο όροφο ζαλίζετε και αντιδρά. Ζητάει δωμάτιο όσο πιό χαμηλά γίνεται και τον μετακομίζουν στον 1ο όροφο.

Το πρωϊ μπαίνει στο δωμάτιο ο 'γκρουμ' τσουλώντας ένα συρόμενο τραπεζάκι με πρωινό που περιλαμβάνει τα πάντα.

Μόλις το βλέπει ο μπάρμπα Γιώργης επαναστατεί και απευθυνόμενος στον υπάλληλο του λέει. Τι είναι όλα αυτά. Πάρτα γρήγορα  από μπροστά μου και φέρε μου ένα φλιτζανάκι μικρό με καφέ Ελληνικό.